- αλέπιστος
- η , ο [ος , ον ] неочищенный (с чешуёй, шелухой)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀλέπιστος — not scaled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλέπιστος — η, ο (AM ἀλέπιστος, ον) [λεπίζω] νεοελλ. αρχ. αυτός που δεν έχει λέπια νεοελλ. αυτός που δεν τού αφαιρέθηκαν τα λέπια 2. αυτός που δεν τού αφαιρέθηκε η φλούδα μσν. (για τη λινοκαλάμη) αλανάριστος, ακαθάριστος … Dictionary of Greek
ἀλέπιστον — ἀλέπιστος not scaled masc/fem acc sg ἀλέπιστος not scaled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεπίστους — ἀλέπιστος not scaled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεπίστων — ἀλέπιστος not scaled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεπίστῳ — ἀλέπιστος not scaled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλοπος — ἄλοπος, ον (Α) [λέπω] αλέπιστος, αλανάριστος, ακαθάριστος (κυρίως για το καλάμι τού λιναριού) … Dictionary of Greek
αλόπιστος — ἀλόπιστος, ον (Α) [λοπίζω] αυτός που δεν απολεπίστηκε, αλέπιστος, αξεφλούδιστος «ἀλόπιστα δένδρα» (Θεόφραστος) … Dictionary of Greek